ракоплеска Græsk

3 oversættelser
Oversættelse Kontekst Lyd
χαστούκι
almindelig
🇪🇸 Le dio una rákopλεςκα en la cara
🇬🇷 Της έδωσε ένα χαστούκι στο πρόσωπο
🇪🇸 Después de la discusión, recibió una rákopλεςκα
🇬🇷 Μετά από τη διαφωνία, του έδωσαν ένα χαστούκι
daglig brug
γροθιά στο πρόσωπο
formel
🇪🇸 Fue un golpe fuerte, como una rákopλεςκα
🇬🇷 Ήταν ένα δυνατό χτύπημα, σαν γροθιά στο πρόσωπο
🇪🇸 El agresor le propinó una rákopλεςκα
🇬🇷 Ο επιτιθέμενος του έδωσε μια γροθιά στο πρόσωπο
formel
παλμός, χτύπημα
sjælden
🇪🇸 La rákopλεςκα se refiere a un golpe de gran intensidad
🇬🇷 Η rákopλεςκα αναφέρεται σε ένα δυνατό χτύπημα
🇪🇸 En medicina, una rákopλεςκα puede indicar un trauma
🇬🇷 Στην ιατρική, μια rákopλεςκα μπορεί να υποδηλώνει τραύμα
teknisk